- ἑπταβόειον
- ἑπταβόειοςof seven bulls'-hidesmasc/fem acc sgἑπταβόειοςof seven bulls'-hidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PELLIS — an a pellendo, quod externas iniurias pellat: an a pilis, quod pilosa: an ab Hebr. Gap desc: Hebrew, quod in Niphal significat tegi? caesorum animalium corporibus detracta, primis Parentibus, post lapsum, in usum cessit, frigori aliisque aeris… … Hofmann J. Lexicon universale
επομφάλιος — α, ο (AM ἐπομφάλιος, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται επάνω στον ομφαλό αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον ομφαλό τής ασπίδας («βάλεν Αἴαντος δεινόν σάκος ἑπταβόειον μέσσον ἐπομφάλιον» Ομ. Ιλ.) 2. (για σύκα) αυτός που έχει μίσχο όμοιο με … Dictionary of Greek
επταβόειος — ἑπταβόειος, ον (Α) 1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek